πυροσταφυλικός

πυροσταφυλικός
-ή, -ό, Ν
φρ. α) «πυροσταφυλικό οξύ»
(βιοχ.-χημ.) κοινή ονομασία τού α-κετοπροπιονικού ή προπανονοϊκού οξέος, ενός άχρωμου υγρού, η οσμή τού οποίου μοιάζει με εκείνην τού οξεϊκού οξέος
β) «πυροσταφυλική αφυδρογονάση» — το κύριο από τα τρία ένζυμα που απαιτούνται, μαζί με πέντε άλλα συνένζυμα, για την οξειδωτική αποκαρβοξυλίωση τού πυροσταφυλικού οξέος
γ) «πυροσταφυλική οξειδάση» — ένζυμο που καταλύει την οξείδωση τού πυροσταφυλικού οξέος στο ζωικό βασίλειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. πυροσταφυλικόν μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Οικονομίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”